ἀναστάσιμος
German (Pape)
[Seite 208] die Auferstehung betreffend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστάσιμος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα = Κυριακή, Εὐσέβ. V, 213C, Βασίλ. IV, 192Α. ― ἀναστ. ἑορτὴ ἢ πανήγυρις = τὸ Πάσχα, Βασιλ. ΙΙΙ, 424, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1028C, Ἐπιφ. ΙΙ, 828D κτλ. ― ἀναστάσιμος κανών, ἀναστ. Εὐαγγέλιον· οὐδ. τὰ ἀναστάσιμα, ἐξυπ. τροπάρια. Ἴδε Δουκάγγ.
Spanish (DGE)
-ον
1 de la resurrección de Cristo νυκτὸς τὸ ἀ. ἐχούσης μυστήριον Synes.Ep.13, de los muertos τὴν ἀ. ... ἡμέραν Cyr.Al.Deip.M.16 (p.26.7), τὴν τῶν ... νεκρῶν ἀ. ῥίζαν Procl.CP Hom.M.65.833A.
2 en la liturgia de la Resurrección, de Resurrección ἡμέρα Ath.Al.M.27.76C, ἑορτή Procl.CP Or.M.65.796C, θυσία Gr.Naz.M.37.280C
•subst. ἡ ἀ. el día de Resurrección, domingo de Gloria Marc.Diac.V.Porph.52.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναστάσιμος, -ον)
ο σχετικός με την Ανάσταση του Σωτήρος
νεοελλ.
αυτός που καλλωπίστηκε και φόρεσε την πιο επίσημη περιβολή ή ενδυμασία του.