ἀναστάτης

English (LSJ)

ἀναστάτου, ὁ, = ἀναστατήρ, A.Ag.1227.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ destructor Ἰλίου A.A.1227.

German (Pape)

[Seite 208] ὁ, = ἀναστατήρ, Ἰλίου, Aesch. Ag. 1200.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἀναστατήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστάτης: ου ὁ Aesch. = ἀναστατήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστάτης: -ου, ὁ, = ἀναστατήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1227.

Greek Monolingual

ἀναστάτης, ο (Α) ανίστημι
ο καταστροφέας.