ανίστημι
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
ἀνίστημι (AM)
1. σηκώνω, εγείρω
2. μεσ. ανασταίνομαι
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ
2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω
3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία
4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω
5. χτίζω εκ νέου, επανοικοδομώ
6. παρουσιάζω, διαθέτω για πώληση
7. ξεσηκώνω, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι
8. προσκαλώ, καλώ στα όπλα
9. διαλύω βίαια ή διακόπτω συνάθροιση, συγκέντρωση
10. κάνω τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, τους αναστατώνω
11. σηκώνω έναν ικέτη που είναι καθισμένος δίπλα σε βωμό ή ιερό
12. μεταφέρω, μετακινώ στρατόπεδο, μεταστρατοπεδεύω
13. (για κυνηγούς) κάνω το ζώο, το κυνήγι να βγει από τη φωλιά του
14. καλώ κάποιον ως μάρτυρα
II. μέσ.
1. σηκώνομαι για να μιλήσω
2. σηκώνομαι όρθιος σε ένδειξη σεβασμού
3. σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ
4. σηκώνομαι από αρρώστια, γίνομαι καλά
5. υψώνομαι ως υπέρμαχος, πρόμαχος ή και πολέμιος κάποιου
6. (για ποταμό) πηγάζω
7. αποχωρώ, φεύγω
8. (για χώρες) ερημώνομαι, αναστατώνομαι, χάνω τους κατοίκους μου
9. παύω, σταματώ
III. παθ.
1. υψώνομαι, εγείρομαι, χτίζομαι, (για αγάλματα) κατασκευάζομαι
2. εκτοπίζομαι, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω
3. (η μετοχή παθητικού παρακειμένου ως επίθετο με μεταφορική σημασία) υπεροπτικός, αγέρωχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ίστημι.
ΠΑΡ. ανάσταση, ανάστατος, ανάστημα
αρχ.
ανασταδόν, αναστατήρ, αναστάτης
μσν.-νεοελλ. ανασταίνω
νεοελλ.
αναστατικός.
ΣΥΝΘ. εξανίστημι, επανίστημι
αρχ.
αντανίστημι, απανίστημι. διανίστημι, εξυπανίστημι, επεξανίστημι, μετανίστημι, παρανίστημι, περιανίστημι, προανίστημι, συνεξανίστημι, συνεπανίστημι, υπανίστημι
(αρχ. -μσν.) συνανίστημι.