ἀνδρώνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀνδρών, IG 11(2).287 A 147, 154 (Delos, iii BC).

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de ἀνδρών habitación para hombres ἀνδρώνιον τεθυρωμένον IG 11(2).287A.147, 154 (Delos III a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρώνιον: τό, ἀνδρ. τεθυρωμένων ἐπὶ τοῦ κήπου, Ἐπιγρ. Δήλου, Bul. de cor. hel. VI. σ. 63. - Ἡ λέξις βεβαίως εἶναι ὑποκοριστικὸν τοῦ ἀνδρών.