ἀνεπιστρεφής

English (LSJ)

ἀνεπιστρεφές, = ἀνεπίστρεπτος (without turning round, indifferent, heedless), ἀ. τινος careless of, Placit. 1.7.7 ; inexorable, τὸ ἀνεπιστρεφές τῆς δίκης Corn. ND 21.

Spanish (DGE)

-ές
1 desdeñoso, que no se preocupa τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Placit.1.7.7.
2 subst. τὸ ἀνεπιστρεφές = inexorabilidad τῆς δίκης Corn.ND 21.

German (Pape)

[Seite 225] ές, dass., Plut. plac. phil. 1, 7 M.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
indifférent à, gén..
Étymologie: , ἐπιστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστρεφής: безразличный, равнодушный (τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστρεφής: -ές, = τῷ προηγ., ἀν. τινος, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος πρός τι, Πλούτ. 2. 881Β: - ἄκαμπτος, ἀμείλικτος, Ἰουστῖν. Μ.

Greek Monolingual

ἀνεπιστρεφής, -ές (Α)
1. αμελής, αδιάφορος
2. αμείλικτος, αδυσώπητος.