ἀνηκής

English (LSJ)

ἀνηκές, (> ἄκος) = ἀνήκεστος (incurable, desperate, fatal, pernicious, irreparable, implacable), S. Fr. 49.

Spanish (DGE)

-ές incurable S.Fr.49.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηκής: -ές, (ἄκος) = τῷ προηγ., Σοφ. Ἀποσπ. 44, πρβλ. Elendt. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀνηκής, -ές (Α)
ο ανήκεστος.