ἀνθρακώδης

English (LSJ)

ἀνθρακῶδες, = ἀνθρακοειδής, Hp.Mul.11, Arist.Sens.437b17, Diog.Oen.8.

Spanish (DGE)

-ες
de color carbón encendido, rojo τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.1.11, λίθοι Antig.Mir.136, πῦρ Plu.2.922a, χρώς Plu.2.933f, ἥλιος Diog.Oen.8.3.14
subst. τό τ' ἐν τοῖς ἀνθρακώδεσιν εἶναι πῦρ καὶ ἡ φλόξ existir el fuego y la llama en los cuerpos en combustión Arist.Sens.437b17.

German (Pape)

[Seite 233] ες, kohlenartig, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκώδης:
1 похожий на уголь Arst.;
2 угольный (χρῶμα Plut.);
3 обугливающий (πῦρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκώδης: -ες, = ἀνθρακοειδής, μέλανα καὶ ἀνθρακώδεα Ἱππ. 595. 38, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 2, 7.

Greek Monolingual

ἀνθρακώδης, -ες)
ανθρακοειδής
νεοελλ.
ανθρακοφόρος, ανθρακούχος.