[Seite 239] aufschreien, Qu. Sm. 11, 177.
ἀνῑύζω: κραυγάζω ἰσχυρῶς, φωνάζω ἀγρίως καὶ μεγαλοφώνως, Κόϊντ. Σμ. 11. 177.
ἀνιύζω (Α) ιύζωγρυλλίζω δυνατά.