ἀντεκπλήσσω
English (LSJ)
frighten in return, Ael. NA12.15, Aristid.1.130J.
Spanish (DGE)
aterrorizar, asustar αὐτόν Ael.NA 12.15, τὸν βάρβαρον Aristid.1.130.
German (Pape)
[Seite 245] (s. πλήσσω), dagegen erschrecken, Aristid.; Ael. H. A 12, 15.
French (Bailly abrégé)
épouvanter de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκπλήσσω: μέλλ. -ξω, κάμνω καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον ὅστις μὲ τρομάζει, βάτραχος ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· οὐκοῦν τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15.
Greek Monolingual
ἀντεκπλήσσω (Α)
κάνω να τρομάξει κάποιος που με τρομάζει.