ἀντικηρύσσω

English (LSJ)

proclaim in answer to, οὐδὲν ἀντεκήρυξεν λόγοις E. Supp.673; in opposition to, τινί Lib.Decl.39.45.

Spanish (DGE)

1 replicar con un heraldo, replicar oficialmente κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ' ἀντεκήρυξεν λόγοις pero Creonte no envió heraldo alguno para replicar a estas palabras E.Supp.673, τοῖς ... προστιθεμένοις ἀντεκήρυξε Polyaen.8.23.27, πρεσβυτέρῳ Lib.Decl.39.45.
2 declarar públicamente contra Eus.DE 3.5 (p.122.32), cf. PE 4.1.5.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen ausrufen, einen Gegenbefehl geben, Eur. Suppl. 673 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire publier une déclaration contraire.
Étymologie: ἀντί, κηρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικηρύσσω: атт. ἀντικηρύττω объявлять в ответ (οὐδὲν ἀντεκήρυξεν τοῖσδε λόγοις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηρύσσω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸ κήρυγμα κήρυκος δι’ ἄλλου κηρύγματος, κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ’ ἀντεκήρυξεν λόγοις Εὐρ. Ἱκ. 673· τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 3. 32.

Greek Monolingual

ἀντικηρύσσω (AM)
κηρύσσω απαντώντας σε άλλο κήρυγμα.

Greek Monotonic

ἀντικηρύσσω: μέλ. -ξω, ανακηρύσσω ως απάντηση, σε Ευρ.

Middle Liddell

to proclaim in answer, Eur.