ἀντιοστατέω

English (LSJ)

= ἀνθίσταμαι, to be contrary, of a wind, S.Ph. 640.

Spanish (DGE)

(ἀντιοστᾰτέω) ser contrario de un viento, S.Ph.640.

French (Bailly abrégé)

ἀντιοστατῶ :
rester contraire en parl. du vent.
Étymologie: ἀντίος, στατός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιοστᾰτέω: ἀνθίσταμαι, ἐπὶ ἀνέμου, ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐναντίος, νῦν γὰρ ἀντιοστατεῖ [τὸ πνεῦμα] Σοφ. Φ. 640.

Greek Monotonic

ἀντιοστᾰτέω: μέλ. —ήσω = ἀνθίσταμαι, είμαι αντίθετος, λέγεται για άνεμο, σε Σοφ.

Middle Liddell

=ἀνθίσταμαι,to be contrary, of a wind, Soph.

German (Pape)

entgegenstehen, vom Winde, Soph. Phil. 640.