ἀντιστατέω

English (LSJ)

= ἀνθίσταμαι, resist, oppose, esp. as a political partisan, Hdt.3.52; τινί Pl.Grg. 513c, J.AJ18.9.2, cf. Ph.1.205, al.; πρός τι Plu.2.802b; trans., τῷ φόβῳ τὸ κλέος Lib.Vit.1.7.

Spanish (DGE)

1 resistir, oponerse c. dat. ἀντιστατεῖ μοι Pl.Grg.513c, λόγοις Ph.1.205, cf. I.AI 18.319, Aristaenet.1.24.18, BGU 747.1.9 (II d.C.)
c. prep. y ac. ἐς τόν σε ἥκιστα ἐχρῆν Hdt.3.52, πρὸς τὸ ἔργον Plu.2.802b.
2 con ac. y dat. oponer τῷ φόβῳ τὸ κλέος Lib.Vit.1.7.

French (Bailly abrégé)

ἀντιστατῶ :
résister, s'opposer à.
Étymologie: ἀντιστάτης.

German (Pape)

Widerstand leisten, sich widersetzen, Her. 3.52; τινί Plat. Gorg. 513c und Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστᾰτέω:
1 досл. противостоять, (о ветре) дуть навстречу (πνεῦμα ἀντιστατεῖ Soph.);
2 противиться, сопротивляться (ἀ. καὶ ὀργῇ χρῆσθαι ἔς τινα Her.; ἀ. τινι Plat.): τὰ ἀντιστατοῦντα πρός τι Plut. препятствия к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστᾰτέω: ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἰδίως ὡς πολιτικὸς ἀντίπαλος, Ἡρόδ. 3. 52· τινὶ Πλάτ. Γοργ. 513C· πρός τι Πλούτ. 2. 802Β.

Greek Monotonic

ἀντιστᾰτέω: μέλ. -ήσω, ανθίσταμαι, αντιστέκομαι, αντιτίθεμαι, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[from ἀντιστάτης
to resist, oppose, τινί Plat.; absol., Hdt.