сопротивляться
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
Russian > Greek
ἐπερείδω, ἐνίστημι, κατεξανίσταμαι, ἀντιδιατίθημι, ἀντιβιάζομαι, ἀνταίρω, ἀνταείρομαι, διερείδω, ἐναντιόομαι, ἀντιμάχομαι, ἀντιστατέω, μεγαίρω, ἀντέχω