ἀντιτιμώρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, and ἀντιτῑμωρ-ία, ἡ, vengeance, revenge, ib.1297.

Spanish (DGE)

-ματος, τό venganza Par.Lyc.1297.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτῑμώρημα: -ατος, τό, καὶ -τιμωρία, ἡ, ἐκδίκησις, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ.· οὕτω, ἀντιτιμώρησις, εως, ἡ, Ὠριγέν.