ἀνωρύομαι

English (LSJ)

[ῡ], howl aloud, utter with a howl, πένθος AP7.468 (Mel.), Hld.10.16.

Spanish (DGE)

gemir en voz alta πένθος δ', οὐχ ὑμέναιον, ἀνωρύοντο γονῆες un treno, no un himeneo, gemían los padres, AP 7.468.5 (Mel.), cf. Hld.10.16.1.

German (Pape)

[Seite 268] aufheulen, klagend ertönen lassen, πένθος Mel. 124 (VII, 468); Heliod. 10, 16.

French (Bailly abrégé)

pousser des hurlements.
Étymologie: ἀνά, ὠρύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωρύομαι: вопить, испускать (πένθος, οὐχ ὑμέναιον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωρύομαι: [ῡ], ἀποθ., ὠρύομαι ἰσχυρῶς, κραυγάζω μετὰ ὠρυγῆς, πένθος δ’, οὐχ Ὑμέναιον ἀνωρύοντο γονῆες Ἀνθ. Π. 7. 468· μυκηθμῷ τινι προσεοικὸς ἀνωρύετο Ἡλιόδ. 10. 16.

Greek Monolingual

ἀνωρύομαι (Α)
κραυγάζω, ξεφωνίζω.

Greek Monotonic

ἀνωρύομαι: [ῡ], αποθ., κραυγάζω δυνατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

Dep to howl aloud, Anth.