ἀνόχυρον, v. sub ἀνώχυρος.
[Seite 242] f.l. für ἀνώχυρος.
v. ἀνώχυρος.
ἀνόχυρος: v.l. к ἀνώχυρος.
ἀνόχῠρος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀνώχυρος.
ἀνόχυρος, -ον (Α)βλ. ανώχυρος.