ἀνόχυρος

English (LSJ)

ἀνόχυρον, v. sub ἀνώχυρος.

German (Pape)

[Seite 242] f.l. für ἀνώχυρος.

French (Bailly abrégé)

v. ἀνώχυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόχυρος: v.l. к ἀνώχυρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόχῠρος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀνώχυρος.

Greek Monolingual

ἀνόχυρος, -ον (Α)
βλ. ανώχυρος.