ἀνώχυρος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἀνώχυρον,
A = ἀνόχυρος, not fortified, X.Ages.6.6, SIG569.7 (Halasarna, iii B. C.).
II open, clear, χώρα, f.l.for ἄνυδρος, Hp.Aër.24.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no está fortificado τὰ ἐχυρὰ ἀ. τοῖς ἐχθροῖς X.Ages.6.6, cf. SIG 569.8 (Halasarna III a.C.), PZilliac.1.24 (II a.C.).
2 abierto χώρα Hp.Aër.24.
German (Pape)
[Seite 269] richtiger als ἀνόχυρος, nach Lob. Phryn. p. 712, χώρη, eine offene, von Bäumen nicht bewachsene Gegend, Hippocr.; unbefestigt, Xen. Ages. 6, 6; πόλις D. Hal. 4, 54.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἀνόχυρος;
ος, ον :
non fortifié.
Étymologie: ἀ, ὀχυρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώχῠρος: неукрепленный, беззащитный Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώχυρος: -ον, δοκιμώτερος τύπος τοῦ ἀνόχυρος (Λοβ. Φρύν. 712), ὁ μὴ ὠχυρωμένος, Ξεν. Ἀγησ. 6. 6. ΙΙ. ἀνοικτός, χώρα ὕποπτ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 295.
Greek Monolingual
ἀνώχυρος, -ον (Α)
ανοχύρωτος.
Greek Monotonic
ἀνώχῠρος: -ον (ὀχυρός), μη οχυρομένος, σε Ξεν.