ἀνύπεικτος

English (LSJ)

ἀνύπεικτον, unyielding, hard, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
duro, difícil Hsch., Sud.
fig. ψυχαί Gr.Nyss.M.46.832C
subst. τὸ ἀνύπεικτον = dureza del hierro, Gr.Nyss.M.46.189C.

German (Pape)

[Seite 266] nicht nachgebend, hart, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύπεικτος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, ἀνυποχώρητος, ἀνένδοτος, τὰς … ἀνυπείκτους ψυχὰς Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 606C., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀνύπεικτος, -ον (AM) υπείκω
ο ανυποχώρητος, ο ανένδοτος.