ἀνώϊστος

English (LSJ)

(A), ον, (οἴομαι)
A unlooked for, unexpected, ἀ. κακόν Il.21.39; ἀνωΐστων πολέων περ Hom.Epigr.5; βέλεα Mosch.2.75; κλάδοι Epic.Anon.Oxy. 214.1. Adv. ἀνωΐστος A.R.1.680.

(B), ον, prob.
A f.l. for ἀνοιστός, referred, ἀνωΐστου γενομένου ἐς τὴν Πυθίην the matter having been referred to.., Hdt.6.66.
2 lifted up, raised, Aret.SA2.11.

Spanish (DGE)

-ον
elevado, levantado ἢν (sc. ἡ ὑστέρη) ἐξαπίνης ἀνώϊστος γένηται Aret.SA 2.11.2, κλάδοι Epic.Alex.Adesp.3.1.
-ον
I 1inesperado τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος Ἀχιλλεύς Il.21.39, cf. Od.3.306 (ap. crít.), μῦθος A.R.3.670, πότμος A.R.3.800, βέλεα Mosch.2.75.
2 que pasa inadvertido πόλεις hex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.212, χρόνος el tiempo que pasa insensiblemente, AP 7.564.3.
II adv. -ως inesperadamente ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει A.R.1.680.

French (Bailly abrégé)

1ion. p. *ἀνοιστός, adj. verb. de ἀναφέρω.
2ος, ον :
inopiné, inattendu.
Étymologie: , οἴομαι.
3ion. c. ἀνοιστός.

Greek Monotonic

ἀνώϊστος: -ον (οἴομαι), αναπάντεχος, απροσδόκητος, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
ἀνώϊστος: -ον, Ιων. αντί ἀν-οιστός, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο, ἔς τινα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώϊστος:
1 непредвиденный, неожиданный (κακόν Hom.);
2 неведомый, непостижимый (θνητοῖσιν Hom.);
3 незаметно идущий, неслышный (χρόνος Anth.).
Her. = ἀνοιστός.

German (Pape)

(οἴομαι),
1 unvermutet, ungeahnt, Il. 21.39.
2 versteckt, verborgen, Hom. ep. 5; Mosch. 2.75;
• adv. ἀνωΐστως Ap.Rh. 3.6 und öfter; vgl. Ep.adesp. 614 (VII.564) σῆμα ἀμαλδύναντος ἀνωΐστοιο χρόνοιο. – Bei Her. 6.66 = ἀνοιστός, von ἀναφέρω, ἐς Πυθίην, vorgelegt zur Entscheidung.