ἀξιόρατος

English (LSJ)

ἀξιόρατον, worth seeing, Luc.Hist.Conscr.32, Ph.1.441.

Spanish (DGE)

-ον
digno de verse subst. τὰ ἀ. cosas dignas de verse Luc.Hist.Cons.32, cf. Ph.1.441.

German (Pape)

[Seite 270] sehenswert, Luc. conscr. hist. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être vu.
Étymologie: ἄξιος, ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόρατος: Luc. = ἀξιοθέατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόρᾱτος: -ον, ἀξιοθέατος, Λουκ. Πῶς δεῖ ἱστ. συγγρ. 32, Φίλων 1. 441.

Greek Monolingual

ἀξιόρατος, -ον (Α)
ο αξιοθέατος.

Greek Monotonic

ἀξιόρᾱτος: -ον, άξιος να δει κάποιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

worth seeing, Luc.