ἀξιοθέατος
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
Ion. ἀξιοθέητος, ον, well worth seeing, Hdt.1.14,184, al., X.Smp.1.10, Corn.ND17: Comp. -ότερος Plu. Demetr.43: Sup. -ότατος Hdt.2.176, X.Lac.4.2.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἀξιοθέητος Hdt.1.14
digno de ser contemplado θρόνος Hdt.l.c., χῶμα Hdt.1.184, ἔργα τὸ μέγαθος ἀ. Hdt.2.176, οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι X.Smp.1.10, Καλλίας ib., ἀγών X.Lac.4.2, δύναμις Corn.ND 17, ἔργον Plu.Demetr.43, κάλλος Aristaenet.1.12.4.
German (Pape)
[Seite 269] ion. ἀξιοθέητος, sehenswert, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung wert, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας ἔργον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d'être examiné ou contemplé.
Étymologie: ἄξιος, θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοθέᾱτος: ион. ἀξιοθέητος 2 заслуживающий внимания, достопримечательный (ἔργα Her., Xen., Plut.; θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα Xen.; ἀνήρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοθέᾱτος: Ἰων. -ητος, ον, ἄξιος θέας, Ἡρόδ. 1. 14, 184, κ. ἀλλ., Ξεν. Συμπ. 1. 10: ― Συγκρ. -ότερος Πλουτ. Δημήτρ. 43. Ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 2. 176, Ξεν. Λακ. 4. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιοθέατος κ. ιων. -ητος, -ον)
άξιος θέας, αξιοπαρατήρητος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αξιοθέατα
αυτά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε έναν τόπο, τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θεατός < θεώμαι].
Greek Monotonic
ἀξιοθέᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, άξιος προς θέαση, σε Ηρόδ., Ξεν.