ἀπέρωπος

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρωπος: -ον, ἀπερίσκεπτος, σκληρός, ἐν Α. Β. 8, ἑρμηνεύεται «ἀναιδής, σκληρός οἷον ἀπερίοπτος καὶ ἀπερίβλεπτος», ἐν Ἡσύχ. δὲ καὶ Ἐτυμ. Μ. «στυγνός», κτλ. καὶ ἡ ἑρμηνεία, «στυγνός», ἣν δίδει καὶ ὁ Σχολ. τοῦ Αἰσχύλ. Χο. 600, δεικνύει ὅτι ἀνέγνω, ἐπέρωπος, οὐχὶ δὲ ἀπέρωτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀπερωπός EM 120.41G.
1 desconsiderado l. de Phryn.PS p.10, EM 120.41G., Hsch. a A.Ch.600 (pero ἀπέρωτος q.u. Page).
2 adv. -ως· θαυμαστῶς, ἁδοκήτως Hsch.