ἀπαιώρημα
English (LSJ)
-ατος, τό, holder for splints in surgical apparatus, Hp.Fract.30.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. soporte de las varillas para entablillar una fractura, Hp.Fract.30
•en gener. ἑτέρου τινός Dam.Pr.100.
German (Pape)
[Seite 275] τό, das Herabhangende, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιώρημα: -ατος, τό, χειρουργικὴ ταινία κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους ὅπως βαστάζῃ μέλος τοῦ σώματος τεθλασμένον, ἀρτάνη, Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ κρέμασμα, κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238.
Greek Monolingual
ἀπαιώρημα, το (Α)
ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα.