ἀπακμάζω

English (LSJ)

go out of bloom, fade away, v.l. in Pl.Ax.367b (ap. Stob.).

German (Pape)

[Seite 275] verblühen, v.l. des Stob. in Axioch. 367 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπακμάζω: παρακμάζω, «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.

Greek Monolingual

ἀπακμάζω (Α)
παρακμάζω, εξασθενώ.