ἀπαναισχυντέω

English (LSJ)

behave with effrontery, c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο Pl. Ap.31b; c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5: abs., D.29.20, cf. 54.33; put away shame, Hld.8.5.

Spanish (DGE)

no tener vergüenza de τοῦτο Pl.Ap.31b
c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5
c. ac. int. ἀ. καλὴν ἀναισχυντίαν sentir una sana falta de vergüenza Chrys.M.58.520
abs. comportarse desvergonzadamente D.29.20, 54.33, D.C.45.27.3
en aor., abs. perder la vergüenza LXX Ie.3.3.

German (Pape)

[Seite 277] unverschämt genug sein, um zu.., sequ. ὡς, Plat. Apol. 31 b; absolut, Dem. 29, 20, unverschämt auffahren.

French (Bailly abrégé)

ἀπαναισχυντῶ :
nier impudemment.
Étymologie: ἀπό, ἀναισχυντέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαναισχυντέω: бесстыдно утверждать, нагло заявлять Plat., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναισχυντέω: ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.

Greek Monotonic

ἀπαναισχυντέω: μέλ. -ήσω (ἀναίσχυντος
I. έχω την αναισχυντία, την αναίδεια να πράξω ή να εκστομίσω κάτι.
II. αρνούμαι, αποποιούμαι επαίσχυντα, σε Δημ.

Middle Liddell

ἀναίσχυντος
I. to have the effrontery to do or say a thing, Plat.
II. to deny shamelessly, Dem.