ἀπαρτιλογία
English (LSJ)
Ion. ἀπαρτιλογίη, ἡ, an even number or sum, Hdt.7.29, Lys.Fr.28 S., Antipho Soph. 99.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.7.29
1 cantidad o cifra redonda o redondeada ὑπ' ἐμέο πεπληρωμένη Hdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 99, Lys.Fr.285S., ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα ἡμέρας ἐμβαλών, ὅσαιπερ ἐς τὴν ἀπαρτιλογίαν παρέφερον con el fin de igualar los años a afectos del calendario, D.C.43.26.1.
2 ἀ. ἀπηρτισμένη ψῆφος Hsch.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, die volle Summe, Her. 7, 29; Antiph. bei Poll. 2, 120; D. C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
compte rond, somme complète.
Étymologie: ἀπαρτί, λόγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτιλογία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀριθμὸς ἄρτιος ἢ ποσὸν ἄρτιον, Ἡρόδ. 7. 29, ἔνθα ἴδε Βαλκν., Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 120.
Greek Monolingual
ἀπαρτιλογία κ. ιων. -ίη, η (Α)
άρτιος αριθμός ή άρτιο ποσό.
Greek Monotonic
ἀπαρτιλογία: Ιων. -ίη, ἡ (λόγος), άρτιος αριθμός ή ακέραιο ποσό, σε Ηρόδ.