ἀπαυγασμός

English (LSJ)

ὁ, efflux of light, radiance, effulgence, Plu.2.83d,934d.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ resplandor Plu.2.83d, 934d.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, dasselbe, Plut. fac. orb. lun. 21.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυγασμός:отблеск, сияние Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυγασμός: ὁ, ἔκχυσις φωτός, λάμψις, ἀκτινοβολία, Πλούτ. 2. 83D. 934D.

Greek Monolingual

ἀπαυγασμός, ο (Α)
αντανάκλαση φωτός, λάμψη, ακτινοβολία.