ἀπείλλω

English (LSJ)

v. ἀπίλλω.

Spanish (DGE)

v. ἀπίλλω.

German (Pape)

[Seite 284] v.l. für ἀπίλλω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπειλέω²;
c. ἀπίλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείλλω: Lys. v.l. = ἀπίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλλω: ὅμοιον τῷ ἀπειλέω, ἀπωθῶ, ὠθῶ ὀπίσω, ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, ὅστις ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, ὅστις κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. ἐξείλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.

Greek Monotonic

ἀπείλλω: ή -είλω, = ἀπειλέω, φράζω το δρόμο, προβάλλω προσκόμματα, σε Λυσ.