ἀπεχθήεις

English (LSJ)

ἀπεχθήεσσα, ἀπεχθήεν, Adj. odious, noxious, Androm. ap. Gal.14.33.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν odioso φαλάγγια Androm.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεχθήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπικίνδυνος, οὐ μὲν ἀπεχθήεντα φαλάγγια σίνεται οὕτως ἀνέρα Ἀνδρομ. παρὰ Γαλην. τ. 14. 33.