Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
P. and V. νοσώδης, ἀσύμφορος, κακός, V. λυγρός, λωβητός, λυμαντήριος.