ἀπηγόρημα

English (LSJ)

-ατος, τό defence, opp. κατηγόρημα, Pl.Lg.765b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό defensa op. κατηγόρημα Pl.Lg.765b.

German (Pape)

[Seite 290] τό, Verthe idigung, Gegensatz κατηγόρημα Plat. Legg. VI, 765 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηγόρημα: τό, ὑπεράσπισις, ἔχον ὡς ἀντίθετον τό κατηγόρημα, Πλάτ. Νόμ. 765B.

Russian (Dvoretsky)

ἀπηγόρημα: ατος τό защитительная речь, защита Plat.