ἀπηθέω

English (LSJ)

strain off, filter, Ar.Ra.943, Thphr. HP 9.8.3.

Spanish (DGE)

filtrar τὸ ὕδωρ Hp.Morb.2.67, χυλὸν ... ἀπὸ βιβλίων ἀπηθῶν Ar.Ra.943, οὐρὸν ... πλαδάον εὐεργέι μάκτρῃ Nic.Th.708, alimentos sólidos previamente triturados, Hp.Int.1, 12, Thphr.HP 9.8.3
en v. pas. ὁ κέγχρος ... ἀπηθούμενος Phylotim.6, μέλιτος ἀπεθημένου Stud.Pal.20.27.7 (II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 290] abseihen, durchschlagen, Ar. Ran. 941.

French (Bailly abrégé)

ἀπηθῶ :
tamiser, filtrer.
Étymologie: ἀπό, ἠθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπηθέω: процеживать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηθέω: στραγγίζω, διυλίζω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 943, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3.

Greek Monotonic

ἀπηθέω: μέλ. -ήσω, αποστραγγίζω, διηθώ, διυλίζω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to strain off, filter, Ar.