ἠθέω
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
English (LSJ)
aor. 1 ἤθησα (ἤθισα codd.), Glossaria on ἦσα, v. ἤθω:—Med., aor. 1 ἠθησάμην Nic.Al.324: (ἤθω): -sift, strain, Nic.l.c.:—Pass., to be strained, τὸ ἠθούμενον Pl.Cra.402d; [οἶνος] ἠθημένος Epil.6; χρυσὸς ἠθημένος διὰ πέτρας filtered through, Pl.Ti.59b: metaph., ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῖ lets it trickle out, Herod.3.33.
German (Pape)
[Seite 1156] durchseihen, durch ein Seigetuch durchgießen, pass. durchsickern; Plat. vrbdt τὸ διαττώμενον καὶ ἠθούμενον, Crat. 402 c; χρυσὸς ἠθημένος διὰ πέτρας. 59 b; οἶνος ἠθημένος Ath. I, 28 e. – Das med. ἠθήσατο Nic. Al. 324.
French (Bailly abrégé)
filtrer.
Étymologie: DELG lit. sietas « crible ».
Russian (Dvoretsky)
ἠθέω: атт. v.l. ἡθέω цедить, процеживать (χρυσὸς ἠθημένος διὰ πέτρας Plat.; τὸ διὰ τῆς τέφρας ἠθούμενον ὕδωρ Arst.; οἶνος ἠθημένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠθέω: μέλλ. -ήσω, ἀόρ. α΄ ἦσα· ὁ Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ἤθισα (ὅ ἐ. ἤθησα), ἀλλὰ μέσ. ἠθησάμην Νίκ. Ἀλ. 324 (ἤθω). Διυλίζω, στραγγίζω, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., στραγγίζομαι, τὸ ἠθούμενον Πλάτ. Κρατ. 402C· ἐπὶ οἴνου, ἠθημένος Ἐπίλυκ. ἐν Ἀδήλ. 1· χρυσὸς διὰ πέτρας ἠθημένος Πλάτ. Τιμ. 59Ε.
Greek Monotonic
ἠθέω: (ἤθω), μέλ. -ήσω, διυλίζω, στραγγίζω, κοσκινίζω — Παθ., στραγγίζομαι, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sift, strain (IA.).
Other forms: Aor. ἠθῆσαι (ptc. ἤσας Hp. ap. Gal. 19, 103), perf. pass. ἤθημαι.
Compounds: very often δι-ηθέω (ἐκ-, προσ-διηθέω etc.), also ἀπ-, ἐξ-ηθέω
Derivatives: ἠθμός (hεθμος Sigeion VIa, Hdn.) strainer (Att.) with ἠθμάριον διυλιστήριον H., διηθμεύοντες s. v. διυλίζοντες; (δι-)ἤθησις straining (Arist.), (ἀπ-, δι-, παρ-)ἤθημα what has been strained (medic.), ἠθήνιον ἠθάνιον, ἠθμός H.; ἠθητήρ (Marc. Sid.), -τήριον (Str.) strain; ἠθητός strained (pap. IIIa), ἠθητικός fit for straining (Thphr.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [889] *seh₁- strain
Etymology: If we may from the aor. ptc. ἤσας and the noun ἠθμός conclude to a present *ἤθω, we have ἠθέω beside it as στερέω beside στέρομαι etc. (Schwyzer 721). If we separate the θ as in ἀλή-θω (: ἀλέ-ω), πλή-θω (: πλῆ-το) a. o. (Schwyzer 703; also ἠ-θμός like ῥυ-θμός etc.?), we can connect the OCS yot-present pro-sějǫ, inf. -sějati strain, from which Lith. sijóju, -ti id. cannot be separated, but an ablaut sē(i)-: sī- (Pok. 889) is impossible. One further compares ONord. sāld = Welsh hidl id., both from IE *sē-tlo-. - Cf. also σήθω with the same meaning.
Middle Liddell
ἠθέω,
to sift, strain:—Pass. to be strained, Plat.
Frisk Etymology German
ἠθέω: {ēthéō}
Forms: Aor. ἠθῆσαι (Ptz. ἤσας Hp. ap. Gal. 19, 103), Perf. Pass. ἤθημαι, sehr oft διηθέω (ἐκ-, προσδιηθέω usw.), auch ἀπ-, ἐξηθέω
Grammar: v.
Meaning: ‘(durch)seihen, (-)sieben’ (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἠθμός (hεθμος Sigeion VIa, Hdn.) Durchschlag, Sieb (att. usw.) mit ἠθμάριον· διυλιστήριον H., διηθμεύοντες s. v. διυλίζοντες; (δι-)ἤθησις ‘das (Durch)seihen’ (Arist., hell. u. spät), (ἀπ-, δι-, παρ-)ἤθημα das Geseihte (Mediz.), ἠθήνιον· ἠθάνιον, ἠθμός H.; ἠθητήρ (Marc. Sid.), -τήριον (Str.) Sieb; ἠθητός gesiebt (Pap. IIIa), ἠθητικός zum Seihen geeignet (Thphr.).
Etymology: Wenn aus dem Aor. Ptz. ἤσας und dem Nomen ἠθμός ein Präsens *ἤθω erschlossen werden darf, steht daneben ἠθέω wie στερέω neben στέρομαι usw. (Schwyzer 721). Bei Abtrennung des θ wie in ἀλήθω (: ἀλέω), πλήθω (: πλῆτο) u. a. (Schwyzer 703; auch ἠθμός wie ῥυθμός usw.?) erhält man Anschluß an das aksl. Jotpräsens pro-sějǫ, Inf. -sějati ‘(durch)sieben’, wovon lit. sijóju, -ti ib. nicht zu trennen ist. Zu ἠθέω gesellt sich dann mit Ablautswechsel sē(i)-: sī- auch ἱμαλιά· τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων H. Hinzu kommen einige Nomina nicht nur aus dem balto-slavischen sondern auch aus dem germanischen und keltischen Gebiet: russ. sito = lit. síetas Sieb (idg. *sēi-to-), anord. sāld (vgl. finn. LW siekla, seula) = kymr. hidl ib. (idg. *sē-tlo-). — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 459, Pok. 889, Vasmer Russ. et. Wb. s. síto.
Page 1,624
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=στραγγίζω, διυλίζω). Ἀπό ρίζα σε- (σήθω = κοσκινίζω, σῆστρον = ἡ σήτα = ψιλό κόσκινο) καί κατόπιν σα-: ση-θ-έ-ω → ἠθέω ἠθῶ.
Παράγωγα: ἠθμός (=στραγγιστήρι), ἠθμοειδής, ἤθημα, ἠθητήρ, ἠθητήριον, διήθησις (=στράγγισμα), διηθητέον.