ἀπινής
English (LSJ)
ἀπινές, (πίνος) without dirt, clean, Ath.14.661d.
Spanish (DGE)
-ές sin porquería, limpio πολίτης Ath.661d (var.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐνής: -ές, (πίνος) ὁ ἄνευ πίνου, ῥύπου, ὁ μὴ ῥυπαρός, ὁ καθαρός, Ἀθήν. 661D.
Greek Monolingual
ἀπινής, -ές (Α)
ο καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].