ἀπνεύματος
English (LSJ)
ἀπνεύματον, (πνεῦμα) without wind or current of air, μεσημβρία Arist.Pr.911b2, ct. Thphr. CP 1.8.3.
Spanish (DGE)
-ον
sin aire, no aireado μεσημβρία Arist.Pr.911b2, οἱ τόποι Thphr.CP 1.8.3.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀπνεύματος: не обвеваемый ветрами, безветренный (μεσημβρία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπνεύματος: -ον, (πνεῦμα) ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνευματώδης: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ μεσημβρία ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.
Greek Monolingual
ἀπνεύματος, -ον (Α)
ο δίχως άνεμο ή ρεύμα από αέρα.