ἀποθέω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ἀποθεύσομαι Hdt.8.56]
huir ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι Hdt.l.c., ᾤχοντο ἀποθέοντες X.Cyr.7.5.40.
German (Pape)
[Seite 303] (s. θέω), weglaufen, Her. 8, 56; Xen. Cyr. 7, 5, 40.
French (Bailly abrégé)
s'éloigner en courant.
Étymologie: ἀπό, θέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθέω: (fut. ἀποθεύσομαι) убегать Her., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἀποτρέχω, Ἡρόδ. 8. 56, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 40.
Greek Monolingual
ἀποθέω (Α)
τρέχω μακριά, αποχωρώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θέω (Ι) «τρέχω»].
Greek Monotonic
Middle Liddell
to run away, Hdt., Xen.