ἀπομυθέομαι

English (LSJ)

A dissuade, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην Il. 9.109.
II = ἀπολογέομαι, Stratt.72.

German (Pape)

[Seite 315] ausreden, abraten, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυθήσω, durch ἀπελογήσω erkl.

French (Bailly abrégé)

ἀπομυθοῦμαι;
1 déconseiller : τινί τι qch à qqn;
2 se justifier.
Étymologie: ἀπό, μυθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομῡθέομαι: разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομῡθέομαι: ἀποθ. ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = ἀπολογέομαι Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14).

Greek Monotonic

ἀπομῡθέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., απαγορεύω, αποτρέπω, εμποδίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Dep. to dissuade, Il.