ἀποτροπιασμός
English (LSJ)
ὁ, averting by expiatory sacrifice, PTeb.140: in plural, Beros. ap. J.AJ 1.3.6, Aesop.112b, D.L.8.32.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 rito apotropaico, conjuro Pythag.B 1a, PTeb.140 (I a.C.), Heraclit.All.15, εἰς τὴν ... ἐρημίαν πέμπεται (ὁ ἔριφος) ἀποτροπιασμὸς ... τοῦ πλήθους παντὸς ὑπὲρ ἁμαρτημάτων ἐσόμενος I.AI 3.241, γυνὴ μάγος καὶ θείων μηνιμάτων ἀποτροπιασμοὺς ἐπαγγελλομένη Aesop.56.3, cf. Sch.S.Ai.608, abominatio, Gloss.2.242.
2 talismán χρῶνται (τῇ ἀσφάλτῳ) πρὸς τοὺς ἀποτροπιασμούς se sirven (de supuestos trozos del calafateado del Arca de Noé) como talismanes Beros.4c.
German (Pape)
[Seite 332] ὁ, Abwendung durch Sühnopfer, D. L. 8, 32; Ios.; Schol. Soph. Ai. 602; μηνιμάτων Aesop. 80.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de détourner par un sacrifice.
Étymologie: ἀποτροπιάζω.
Greek Monolingual
ο (Α ἀποτροπιασμός)
νεοελλ.
αποστροφή, βδελυγμία
αρχ.
αποτροπή δεινών με εξιλαστήριες θυσίες.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτροπιασμός: ὁ тж. pl. умнлостивительная жертва Aesop., Diod.