ἀποτυφλόω

English (LSJ)

A make quite blind, τινά Arist.Mir.845a23; τὴν ὅρασιν D.S.3.37: metaph. of anger, Phld.Ir.p.68 W.:—Pass., to be blinded, Arist.HA602a2, 618b7; τῶν ὄψεων Porph.Abst.1.17: metaph., χρήμασι πολλοῖς ὑπό τινων J.AJ20.6.1.
2 metaph., cut out the bud of a tree, Plu.2.529b.
3 make a spring fail, ib.703b:—Pass., to be obstructed, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Arist.Pr.879b7; τὰς πηγάς Str. 1.3.16; τὸν μαστόν Antig.Mir.45; τὰ ἀγγεῖα Aët.16.26.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de pers. o la vista, ojos cegar τὴν ὅρασιν D.S.3.37, abs. προσφυσᾷ πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν κυνῶν ... ὥστε ... ἀποτυφλοῦν Arist.Mir.845a23
en v. pas. ὑπὸ ... τῶν ὀμβρίων ὑδάτων ἀποτυφλοῦνται (ἰχθύες) Arist.HA 602a2, cf. 618b7, LXX To.2.10S, Plu.Arat.10
fig. de pasiones cegar, obcecar δῶρα ἀποτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς σοφῶν LXX Si.20.29, ἀπετύφλωσεν γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία LXX Sap.2.21, la ira, Phld.Ir.33.3, en v. pas. ἀποτυφλούμεθα ἐν τοῖς σφαλλομένοις Chrysipp.Stoic.3.129, Arr.Epict.2.20.37, I.AI 20.119 (cód.), Phld.Rh.2.29
c. ac. o gen. cegar, privar de τι τοῦ ὑγιαίνοντος Plu.2.529b, τῶν ὀψέων Porph.Abst.1.17, fig. τοῦ πρακτικοῦ τὸ φιλότιμον Plu.2.1107c, en v. pas. ἀπὸ τῆς ἀγαθῆς διανοίας Herm.Mand.5.2.7.
2 de conductos cegar, obstruir en v. pas. πόροι Arist.Pr.879b7, πηγαί Str.1.3.16, cf. Antig.Mir.45, τὰ ἀγγεῖα Aët.16.26.

German (Pape)

[Seite 333] blenden, Plut. Arat. 10; D. Sic. 3, 37; übrtr. abstumpfen, τὸ φιλότιμον Plut. non posse 31. Bei Medic. verstopfen, von den Hämorrhoiden; ähnl. καὶ ἀποκρύπτειν πηγήν Plut. Symp. 7, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ἀποτυφλῶ :
1 rendre aveugle;
2 couper ou arracher un bourgeon (litt. un œil) ou une jeune pousse.
Étymologie: ἀπό, τυφλόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. ἀποκόπτω τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) κάμνω τὸ ὕδωρ πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν αὐτόθι 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτυφλόω:
1 ослеплять, делать незрячим (τινα Arst.; τὴν ὅρασιν Diod.): ὄψεις μεθ᾽ ἡμέραν ἀποτυφλοῦνται Plut. (ночные животные) днем слепнут;
2 затыкать, закупоривать (τοὺς πόρους Arst.; πηγήν Plut.);
3 подрезывать (sc. βλάστημα Plut.);
4 притуплять, подавлять (τὸ φιλότιμον Plut.).