ἀποχειροβίωτος

English (LSJ)

v. ἀποχειροβίοτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -οτος Hdt.3.42, Poll.1.50
que vive del trabajo de sus manos Hdt.l.c., X.Cyr.8.3.37, Luc.Somn.9, Poll.l.c.
subst. ὁ ἀ. artesano Thdt.Ep.Sirm.42, H.Rel.8.2, M.80.1040C (var.).

German (Pape)

[Seite 336] von seiner Hände Arbeit lebend, Her. 3, 42 Xen. Cyr. 8, 3, 37 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit du travail de ses mains.
Étymologie: ἀπό, χείρ, βιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχειροβίωτος: живущий трудами своих рук Her., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχειροβίωτος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τῆς ἐργασιάς τῶν ἰδίων αὐτοῦ χειρῶν, οὐδ’ ἐδικαίωσα φέρειν ἐς ἀγορήν, καίπερ ἐὼν ἀποχειροβίωτος Ἡρόδ. 3. 42, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37.

Greek Monotonic

ἀποχειροβίωτος: -ον (χείρ, βιόω), αυτός που ζει από τα έργα των χεριών του, χειρώνακτας, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

χείρ, βιόω
living by the work of one's hands, Hdt., Xen.