ἀποψήχω

English (LSJ)

A wipe away, δάκρυα Eun. VSp.481B.
II scrape off or rub off, Dsc.2.76, 5.78 (-ψώχω Wellm.):—Pass., Arist.HA630b11.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ψώχω Dsc.5.78
1 limpiarse τά τε δάκρυα ἀπέψηχεν ἕκαστος Eun.VS 481.
2 quitar raspando, raer ἀποψήχεσθαι τὰς τρίχας τῶν κυνῶν Arist.HA 630b11, fig. τὰς ... τῆς ἀγνοίας κόμας ἀποψήξασθαι Clem.Al.Paed.1.2.5, cf. tb. en v. act., Dsc.2.76.

German (Pape)

[Seite 337] = ἀποψάω, Sp.

Spanish

limpiarse

Russian (Dvoretsky)

ἀποψήχω: Arst. = ἀποψάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποψήχω: τρίβω διὰ τῆς παλάμης, πλατείᾳ τε τῇ χειρὶ τρῖβε ἐντόνως ἐν τῇ θυΐα, οἱονεὶ ἀποψήχων Διοσκ. 5. 89: - Παθ. ἐκτρίβομαι, πίπτω, ἐπὶ τριχῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 6.

Greek Monolingual

ἀποψήχω (Α)
1. τρίβω με την παλάμη μου
2. σφουγγίζω, καθαρίζω.