ἀπροπτωσία

English (LSJ)

ἡ, freedom from precipitancy, deliberateness, Stoic. 2.39, Chrysipp.ib.40, M.Ant.3.9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ausencia de precipitación, parsimonia τήν τε ἀπροπτωσίαν ἐπιστήμην τοῦ ποτε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή Chrysipp.Stoic.2.39, τὴν (ἀ)προπτωσί(αν) τιμῶμ(ε)ν Chrysipp.Stoic.2.40, cf. M.Ant.3.9.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, das Wesen des ἀπρόπτωτος, M. Anton. 3, 9. Bei D. L. 7, 46 erkl. Zeno sie = ἐπιστήμη τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art de ne pas céder trop promptement.
Étymologie: , προπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροπτωσία: ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, ἔλλειψις προπετείας, περίσκεψις, Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροπτωσία:неторопливость, выдержка Diog. L.