ἀπρόσωπος

English (LSJ)

ἀπρόσωπον,
A without a face, i.e. without beauty of face, opp. εὐπρόσωπος, Pl.Chrm.154d, cf. Ael.NA14.18; of a country, Chor. p.223 B.
II without a mask, undisguised, ἀγνωμοσύνη Aristid. 1.409 J.
III impersonal, Phld.Lib.p.29O., AB420. Adv. ἀπροσώπως Aphth.Prog.4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene cara οὗτος ... εἰ ἐθέλοι ἀποδῦναι, δόξει σοι ἀ. εἶναι· οὕτως τὸ εἶδος πάγκαλός ἐστιν Pl.Chrm.154d
feo γυνὴ ἀφῆλιξ Ael.NA 14.18, σὺ δέ μοι ὤφ[θης] ... ἀπρόσωπ[ος τὸ] ἔνδον Erot.Fr.Pap. en PErl.7.53, χώρα Chor.Decl.9.66, cf. Sch.Pi.I.4.14 Böckh., Hsch., Gloss.2.84
fig. τὰ ἀπρόσωπα cosas vergonzosas Nil.M.79.524D.
2 que no lleva disfraz o máscara ἀγνωμοσύνη Aristid.Or.11.9, cf. Hsch.
II 1carente de personajes τὸ δρᾶμα Basil.M.29.504B.
2 que no tiene persona ὑπόστασις en diatribas sobre la naturaleza de Cristo, Thdr.Mops.M.66.981B, cf. Leont.H.Nest.M.86.1593B, Monoph.M.86.1857B.
3 anónimo κατηγορία Thdt.M.82.825B, πρόρρησις Chrys.M.50.717, τοῦτο Chrys.M.62.528.
4 gram. de verbos impersonal Phld.Lib.2g, AB 420, An.Bachm.2.47, Priscian.Inst.5.81 (p.193).
III adv. -ως
1 anónimamente ἀ. ἀμφότερα τιθείς Chrys.M.59.213, 294.
2 gram. en forma impersonal ἐκφέρεσθαι Aphth.Prog.4, Ammon.Diff.44, γράφεται Sch.Ar.V.73.

German (Pape)

[Seite 340] (πρόσωπον). 1) ohne Gesicht, Plat. Charm. 154 d u. Sp.; mit häßlichem Gesicht; Ael. N. A. 14. 18; χώραν ἀπρόσωπον ποιεῖν, verwüsten, daß es gar kein Ansehen mehr hat, Liban. – 2) unpersönlich, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 laid, horrible;
2 t. de gramm. impersonnel (verbe).
Étymologie: , πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσωπος:
1 некрасивый лицом Plat.;
2 грам. безличный.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσωπος: -ον, ἄνευ προσώπου, ὅ ἐ. ἄνευ καλλονῆς τοῦ προσώπου, ἀντίθ. τῷ εὐπρόσωπος, Πλάτ. Χαρμ. 154D, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 18· ἐπὶ χώρας, Λιβάν. 4. 784· καθ’ Ἡσύχ. «καὶ ὁ προσωπείῳ μὴ χρώμενος». ΙΙ. ὡς ὅρος γραμμ., ἐπὶ τῶν μὴ ἐχόντων α΄ καὶ β΄ πρόσωπον ῥημάτων, Α. Β. 420, 13: - Ἐπίρρ. -πως Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς Ματθ. 16. τ. 2. σ.110, 30.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο
2. φρ. α) «απρόσωπα ρήματα» — ρήματα που απαντούν πάντοτε ή συνήθως μόνο στο γ' εν. πρόσωπο και το υποκείμενό τους δεν είναι πρόσωπο αλλά απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση («απρόσωπη σύνταξη»)
νεοελλ.
1. αυτός που στερείται προσωπικότητας
2. αυτός που έχει ξεχάσει τα πάντα για τον εαυτό του
3. εκείνος που δεν εμφανίζει συγκεκριμένο πρόσωπο ή προσωπικότητα
αρχ.
1. ο άσχημος
2. ο χωρίς προσωπείο, αμεταμφίεστος.

Greek Monotonic

ἀπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που δεν έχει πρόσωπο, δηλ. που δεν έχει όμορφο πρόσωπο, δύσμορφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

πρόσωπον
without a face, i. e. without beauty of face, Plat.