αμεταμφίεστος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μεταμφιέζω
1. αυτός που δεν μεταμφιέστηκε ή δεν μπορεί να μεταμφιεστεί, αμασκάρευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο, πρόδηλος, ολοφάνερος.