ἀπόστοργος

English (LSJ)

ἀπόστοργον,
A devoid of affection, ἀπόστοργος γίγνεσθαι Plu.2.491c. Adv. ἀποστόργως = lacking affection, ἔχειν τινός Lib.Decl.51.13.
II = ἀπεχθής, unlovable, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 hostil de anim. μὴ τυγχάνοντα θεραπείας ... ἀπόστοργα γίνεται Plu.2.491c, cf. Hsch.
2 adv. ἀποστόργως = sin amor ἔχειν Lib.Decl.51.13.

German (Pape)

[Seite 327] = ἄστοργος, Plut.; ἀπεχθής, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans affection.
Étymologie: ἀπό, στέργω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόστοργος: Plut. = ἄστοργος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόστοργος: -ον, = ἄστοργος, Πλούτ. 2. 491C.

Greek Monolingual

ἀπόστοργος, -ον (Α) στοργή
ο άστοργος.