στέργω

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέργω Medium diacritics: στέργω Low diacritics: στέργω Capitals: ΣΤΕΡΓΩ
Transliteration A: stérgō Transliteration B: stergō Transliteration C: stergo Beta Code: ste/rgw

English (LSJ)

A.Eu.911, Ar.Eq.769, etc.: impf.
A ἔστεργον Hdt.9.117, E.Ion817: fut. στέρξω S.Ph.458, D.18.112, etc.: aor. ἔστερξα Semon.7.45, S.OT1023, etc.: pf. ἔστοργα Hdt.7.104:—Pass., aor. ἐστέρχθην Lyc.1190, Plu.Ant.31, etc.: pf. ἔστεργμαι Emp.22.5, AP 6.120 (Leon.):—love, feel affection, freq. of the mutual love of parents and children, S.OT1023, OC1529, Demetr.Lac.Herc.1012.46, etc.; παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων Pl.Lg.754b; σ. τὰ νεογνὰ βρέφη X.Oec.7.24; πατέρα, τοὺς γονέας, E.El.1102, D. 25.65, cf. Arist.EN1161b18; of the love of the ruled people for a ruler, Hdt.9.113, cf. S.Ant.292; of the love of a tutelary god for the people, A.Eu.911; so ἐμὲ γὰρ ἔστερξαν.. Μοῦσαι Ar.Ra.229; of a wheedling demagogue, ὦ Δῆμ', εἰ μή σε.. στέργω Id.Eq.769; of a city and her colonies, Th.1.38; of the love of dogs for their master, X.Cyn.7.12.
2 less freq. of the love of husband and wife, Hdt.2.181, 7.69, S.Tr.577, Aj.212 (anap.); ἄλλην τιν' εὐνήν E.Andr.907, cf. 468 (lyr.); πόσιν στέργοντ' ἔχειν Id.Fr.1062; of brothers and sisters, Id.IA502; of friends, LXX Si.27.17, etc.
3 seldom of sexual love, X.Smp.8.14,21, Sosicr.4; of a horse and mare, Hdt.3.85; πρόβατα ἄρνα εἰ μὴ σ. Crateuas ap.Sch.Nic.Th. 681:—Med., c. gen., δυοῖν γυναικοῖν εἷς ἀνὴρ οὐ στέργεται = a man cannot love two women Com.Adesp.284.
II generally, to be fond of, show affection for, μή μ' ἔπεσιν μὲν στέργε Thgn.87; λόγοις ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543; στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν ib.277, cf. Ar.V. 1054, etc.: also of things, οὐκ οἰκός ἐστι.. εὐνοίην.. διωθέεσθαι, ἀλλὰ σ. accept it gladly, Hdt.7.104; μακράν γε.. ῥῆσιν οὐ σ. πόλις A.Supp. 273, cf. Th.717; ὕβριν γὰρ οὐ σ. οὐδὲ δαίμονες S.Tr.280; ἔστερξε τὴν ἁπλῶς δίκην Id.Fr.770; τὴν ἀλήθειαν Pl.R. 485c, etc.: reversely, στέργοι με σωφροσύνα E.Med.635 (lyr.).
III to be content or be satisfied, acquiesce (cf. ἀγαπάω III), S.OT11 (unless, having desired, cf. infr. iv), OC7; στεργέτω Pl.Lg.849e; στέρξω καὶ σιωπήσομαι D. 18.112; στέρξον = oblige me, do me the favour, S.OC518 (lyr.).
2 c. acc., ἔστεργον τὰ παρεόντα were content with, acquiesced in them, Hdt.9.117; τὴν Διὸς τυραννίδα bear with it, A.Pr.11; ἐθέλω τάδε μὲν σ. δύστλητά περ ὄντα Id.Ag.1570 (anap.), cf. Eu.673; ἀνάγκῃ προὔμαθον σ. κακά S.Ph.538, cf. E.Ph.1685, PGrenf.1.53.21 (iv A.D.); σ. τὴν γυναῖκα S.Tr.486, cf. E.Andr.180; τὴν τύχην D.55.22.
3 c. dat., σ. τοῖσι σοῖς E.Supp.257; τοῖς παροῦσιν Isoc.Ep.2.23; τῇ ἐμῇ τύχῃ Pl.Hp.Ma.295b; ταῖς ὑμετέραις γνώσεσι D.26.5; στέρξαι καὶ ἐμμεῖναι τῇ δίκῃ Sammelb.5681.32 (v A.D.); also σ. ἐπὶ τούτῳ D.39.6; ἐν μικροῖς E.El.407.
4 c. part., οὐ γὰρ ἔχω πῶς ἂν στέρξαιμι κακὸν τόδε λεύσσων S.Tr.992 (anap.); σ. ξυμφορᾷ νικώμενοι E.Hipp. 458; Ζεὺς εἴτ' Ἀΐδης ὀνομαζόμενος στέργεις whether thou likest to be named Zeus or Hades, Id.Fr.912 (anap.).
5 rarely c. inf., οὐκ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι E.Ion817.
IV desire, entreat, c. acc. et inf., Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν.. στέργω μολεῖν S.OC1094 (lyr.); μειλιχίοις στέρξοι τε παραιφάμενος ἐπέεσσιν Orph.A.771 (s.v.l.); for S.OT11 v. supr. 111.1.

German (Pape)

[Seite 936] fut. στέρξω, perf. ἔστοργα, Her. 7, 104, lieben; bes. von der gegenseitigen Liebe der Eltern u. Kinder, Soph. O. R. 1023 O. C. 1526; Eur. Med. 88; καθάπερ παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων, Plat. Legg. IV, 754 b, τοὺς γονέας, Dem. 25, 65, u. öfter, u. Sp., – selten von der Geschlechtsliebe, Her. 7, 69, Soph. Tiach. 574 Ai. 211; ἄλλην τίν' εὐνὴν στέργει πόσις, Eur. Andr. 908; Hel. 1305; Mosch. 6, 8. – Allgemein, ὡς ἂν διδαχθῇ τὴν Διὸς τυραννίδα στέργειν, Aesch. Prom. 11; μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις, Suppl. 270; στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν, Soph. Ant. 277; νόμους, Eur. Hipp. 461; ἐμὲ γὰρ ἔστερξαν Μοῦσαι, Ar. Ran. 229; εὐνοίην φαινομένην οὐ διωθέεσθαι, ἀλλὰ στέργειν, Her. 7, 104; μάλιστα ὑπὸ ἀποίκων στεργόμεθα, Thuc. 1, 38; Plat. u. A. – Dah. wie ἀγαπάω, zufrieden sein mit Etwas, sich genügen lassen, ἐθέλω τάδε μὲν στέργειν δύστλητά περ ὄντα, Aesch. Ag. 1551; ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν κακά, Soph. Phil. 534; O. C. 7 Trach. 988; ertragen, στέργειν τὰ πιστὰ τῶνδε τοὺς ἐπισπόρους, Aesch. Enni. 643, οὐ στέρξεις τὰ κρανθέντα, Eur. Or. 1023; στέργειν τὰ παρόντα, mit der Gegenwart, mit der gegenwärtigen Lage der Dinge zufrieden sein, Her. 9, 117; Isocr. 1, 29; so auch στέργε τὴν γυναῖκα, laß dir das Weib gefallen, dulde es, Soph. Trach. 486; sclten mit dem dat., στέργειν τοῖς παροῦσι u. dgl., Valck. Eur. Phoen. 1679; τῇ ἐμῇ τύχῃ στέρξω, Plat. Hipp. mai. 295 b; κἀγὼ στέρξω καὶ σιωπήσομαι, Dem. 18, 112; τὸν ἐπὶ ἀγρῶν βίον, Pol. 4, 73. 7, ἀνέχεσθαι καὶ στέργειν, Plut. Alex. 49. – Auch = wünschen, bitten, beten, Souk. O. C. 1096, vgl. τίνι τρόπῳ καθέστατε, δείσαντες ἢ οτέοξαντες; O. R. 11, d. i. wollt ihr eure Furcht oder eure Wünsche mir mitteilen? dah. στέρξον = thue mir den Gefallen, O. C. 518.

French (Bailly abrégé)

f. στέρξω, ao. ἔστερξα, pf.2 ἔστοργα;
Pass. ao. ἐστέρχθην, pf. ἔστεργμαι;
1 aimer tendrement, chérir;
2 se contenter de, se résigner à, supporter : τινα qqn ; τι qch ; ἐπί τινι, ἔν τινι m. sign. ; avec εἰ ou ἐάν ; avec un part. se résigner à, se contenter de ; abs. se résigner, consentir ; particul. consentir à pardonner;
3 désirer, souhaiter.
Étymologie: DELG cf. v.irl. serc, gall. serch, bret. serc'h « amour ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέργω Dor. praes. ptc. f. στέργοισα Theocr. Id. 17.130; perf. ptc. act. ἐστοργώς Hdt. 7.104.2. houden van, liefhebben, dol zijn op, waarderen:; στέργει... οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν niemand houdt van iemand die slecht nieuws brengt Soph. Ant. 277; spec. van familieleden; πέφυκας πατέρα σὸν στέργειν ἀεί het ligt in jouw aard om altijd van je vader te houden Eur. El. 1102; uitbr..; σε λέχος στέρξας liefde opgevat hebbend voor u als zijn bedgenote Soph. Ai. 212; van zaken; τὴν ἀλήθειαν σ. van de waarheid houden Plat. Resp. 485c; ellipt.:; καίπερ οὐ στέργων hoewel je er geen zin in hebt (om te luisteren) Aeschl. Sept. 712; pass.: Μούσαις ἐστέργμεθα wij zijn de Muzen dierbaar AP 6. 120.7. genoegen nemen met, tevreden zijn met, berusten in, met acc.:; προὔμαθον στέργειν κακά ik leerde te berusten in mijn ellende Soph. Ph. 538; met dat.:; στέρξω τῇ ἐμῇ τύχῃ ik zal mij schikken in mijn lot Plat. HpMa 295b; abs..; στέρξω ik zal me erbij neerleggen Dem. 18.112; ook met pred. ptc..; πῶς ἂν στέρξαιμι κακὸν τόδε λεύσσων (ik weet niet) hoe ik erin zou kunnen berusten dat ik deze ellende zie Soph. Tr. 992; zelden met inf.. οὐκ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι hij nam er geen genoegen mee in dezelfde positie te zijn als u Eur. Ion 817. uitbr. verlangen, met AcI:. τὸν... Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν... στέργω... μολεῖν ik verlang dat Apollo en zijn zuster komen Soph. OC 1094 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

στέργω: (fut. στέρξω, aor. ἔστερξα, pf. ἔστοργα; pass.: aor. ἐστέρχθην, pf. ἔστεργμαι)
1 любить (τὸν πατέρα Eur.; τὰ βρέφη Xen.; τὴν ἀλήθειαν Plat.): λόγοις δ᾽ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην Soph. не нравится, мне подруга, которая любит лишь на словах; στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν Soph. никому ведь не по душе тот, кто приносит дурные вести;
2 терпеть, переносить, уступать, соглашаться (στέρξω καὶ σιωπήσομαι Dem.): σ. τὰ παρεόντα Her. мириться с обстоятельствами; τὴν Διὸς τυραννίδα σ. Aesch. признавать власть Зевса; στέργε τὴν γυναῖκα Soph. будь терпима к этой женщине; σ. ἀνάγκη τοῖσι σοῖς Eur. приходится подчиниться твоим желаниям; ἐν μικροῖς σ. Eur. довольствоваться малым; στέργουσιν εἴκοντες ταῖς ὑμετέραις γνώσεσιν Dem. они охотно подчиняются вашим мнениям; οὐκ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι τῆς τύχης τ᾽ ἴσον φέρειν Eur. он не пожелал уподобиться тебе и разделить (твою) участь; στέρξον, ἱκετεύω! Soph. послушайся, умоляю (тебя)!;
3 просить, молить (τὸν Ἀπόλλω Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

στέργω: μέλλ. στέρξω, ἀόρ. ἔστερξα, ἅπαντα συχνὰ παρ’ Ἀττ.· ἔστοργα, Ἡρόδ. 7. 104. - Παθ., μέλλ. (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) στέρξομαι Χρησμ. Σιβ. 3. 437· ἀόρ. ἐστέρχθην Λυκόφρ. 1190, Πλούτ., κλπ.· πρκμ. ἔστεργμαι Ἐμπεδ. 190 Stein, Ἀνθ. Π. 6. 120. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΡΓ παράγεται ὡσαύτως τὸ στοργή). Ἀγαπῶ, μάλιστα ἐπὶ τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Σοφ. Ο. Τ. 1023, Ο. Κ. 1529, κτλ.· παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων Πλάτ. Νόμ. 754Β· στ. τὰ νεογνὰ βρέφη Ξεν. Οἰκ. 7, 24· τὸν πατέρα, τοὺς γονεῖς Εὐρ. Ἠλ. 1102, Δημ. 790. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 2· - ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν λαὸν καὶ τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα, Ἡρόδ. 7. 104., 9. 113, Σοφ. Ἀντ. 292· ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῆς ἐκ μέρους θεοῦ προστάτου πρὸς τὸν λαὸν τὸν προστατευόμενον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 911· οὕτως, ἐμὲ γὰρ ἔστερξαν ... Μοῦσαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 229· ἐπὶ δημαγωγοῦ κολακεύοντος τὸ πλῆθος, ὦ Δῆμ’, εἰ μή σε ... στέργω ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 769· ἐπὶ χώρας καὶ τῶν ἀποικιῶν αὐτῆς, Θουκ. 1. 38· ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν κυνῶν πρὸς τὸν κύριον αὐτῶν, Ξεν. Κυν. 7. 12. 2) σπανιώτερον ἐπὶ τῆς ἀγάπης συζύγου πρὸς σύζυγον, Ἡρόδ. 2. 181., 7. 69, Σοφ. Τρ. 577, Αἴ. 210· ἄλλην τιν’ εὐνὴν Εὐρ. Ἀνδρ. 907· πόσιν στέργοντ’ ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 34· ἐπὶ ἀδελφῶν πρὸς ἀλλήλους, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 502· ἐπὶ φίλων, Σοφ. Ἀντ. 53, Τρ. 486, κτλ. 3) σπανίως ἐπὶ τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος, τῆς μεταξὺ τῶν δύο φύλων ἀγάπης, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 8, 14 καὶ 21, Σωσικρ. ἐν Ἀδήλ. 3· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μετὰ γεν., δυοῖν γυναικοῖν εἷς ἀνὴρ οὐ στέργεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. 89. ΙΙ. καθόλου, ἀγαπῶ σφοδρῶς, δεικνύω στοργὴν πρός τινα, στ. τινα ἔπεσιν Θέογν. 87· οὐδεὶς στ. ἄγγελον κακῶν ἐπῶν Σοφ. Ἀντ. 277, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1054, κτλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, εὐνοίην ... οὐ διωθέεσθαι, ἀλλά, στ., ἀποδέχομαι μετὰ χαρᾶς, Ἡρόδ. 7. 104· μακράν γε ... ῥῆσιν οὐ στ. πόλις Αἰσχύλ. Ἱκ. 273, πρβλ. Θήβ. 717· ὕβριν γὰρ οὐ στ. οὐδὲ δαίμονες Σοφ. Τρ. 280· ἔστερξε τὴν ἁπλῶς δίκην ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 709· τὴν ἀλήθειαν Πλάτ. Πολ. 485C, κτλ.· - τἀνάπαλιν, σωφροσύνη στ. τινὰ Εὐρ. Μήδ. 635. ΙΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος ἢ ἱκανοποιημένος, ἀρκοῦμαι, συναινῶ, ὡς τὰ ἀγαπᾶν, αἰνεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 11 (ἴδε κατωτ. IV), Ο. Κ. 7· στεργέτω Πλάτ. Νόμ. 849Ε· στέρξω καὶ σιωπήσομαι Δημ. 264. 8· στέρξον, κάμε μοι τὴν χάριν, θά με ὑποχρεώσῃς …, Σοφ. Ο. Κ. 518. 2) μετ’ αἰτ., στ. τὰ παρεόντα, ἀρκοῦμαι εἰς τὰ παρόντα, εἶμαι εὐχαριστημένος μὲ τὴν παροῦσαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἀνέχομαι, ὑπομένω, Ἡρόδ. 9. 117· στ. τὴν τυραννίδα, ὑποφέρω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 11· ἐθέλω τάδε μὲν στ. δύστλητά περ ὄντα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1570, πρβλ. Εὐμ. 673· ἀνάγκῃ προὔμαθον στ. κακὰ Σοφ. Φιλ. 538, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1685· στ. τὴν γυναῖκα Σοφ. Τρ. 486, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 180, 469· τὴν τύχην Δημ. 1278. 1 3) μετὰ δοτ., στ. τοῖσι σοῖς Εὐρ. Ἱκέτ. 257, πρβλ. Valck. εἰς Φοιν. 1679· τοῖς παροῦσι Ἰσοκρ. 411Α· τῇ ἐμῇ τύχῃ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ὡσαύτως, στ. ἐπὶ τούτῳ Δημ. 996. 15· ἐν μικροῖς Εὐρ. Ἠλ. 407. 4) μετὰ μετοχ., πῶς ἂν στέρξαιμι κακὸν τόδε λεύσσων Σοφ. Τρ. 992· στ. ξυμφορᾷ νικώμενοι Εὐρ. Ἱππ. 458· στ. εἴκοντες Δημ. 802. 7· Ζεὺς εἴτ’ Ἀΐδης ὀνομαζόμενος στέργεις, εἴτε Ζεὺς προτιμᾷς νὰ ὀνομασθῇς (libenius audis) εἴτε Ἅιδης, Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 5) σπανίως μετ’ ἀπαρ., οὐ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι Εὐρ. Ἴων 817. 6) στ. εἰ …, ἐάν .. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 789, Πλάτ. Νόμ. 849Ε, κτλ. IV. ὡς τὸ εὔχομαι, παρακαλῶ, ἱκετεύω, δέομαι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν ... στέργω μολεῖν Σοφ. Ο. Κ. 1094, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 769· καὶ πολλοὶ οὕτως ἐκλαμβάνουσι τὴν λέξιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 11, δείσαντες ἢ στέρξαντες, μὲ φόβον ἢ μὲ ἱκετείαν· ἀλλ’ ὁ Schneidewin (ἑπόμενος τῷ Σχολ.) ἑρμηνεύει: ἐκ φόβου περὶ τοῦ μέλλοντος ἢ ἐξ ὑποταγῆς εἰς τὰς παρελθούσας δυστυχίας (πρβλ. στέγω ἐν τέλει). - Ἴδε Σουΐδ., καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 7.

English (Slater)

στέργω be content τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ καὶ καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ στέρξαι (Pae. 4.34)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν
1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.)
2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βέλτιστα» — να δέχεσαι τα σημερινά, αλλά να επιδιώκεις τα καλύτερα
νεοελλ.
(ιδίως στον τ. στρέγω) ταιριάζω, αρμόζω
αρχ.
1. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με κάτι, αρκούμαι σε κάτι («ἔστεργον τὰ παρεόντα» — ήμουν ευχαριστημένος με την παρούσα κατάσταση, Ηρόδ.)
2. περιβάλλω κάποιον με αγάπη, αισθάνομαι για κάποιον στοργή (α. «στέργειν τοὺς γονέας», Δημοσθ.
β. «στέρξον φίλον», ΠΔ
γ. «ὑπὸ τῶν ἀποικων στεργόμεθα», Θουκ.)
3. (σπάν.) αισθάνομαι ερωτική έλξη, επιθυμώ σαρκικά («ἄλλην τιν' εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις;», Ευρ.)
4. (γενικά) αγαπώ σφοδρά, αγαπώ πολύ («τὴν δ' ἀλήθειαν στέργειν», Πλάτ.)
5. επιθυμώ κάτι πολύ, ικετεύω για κάτι («Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν... στέργω... μολεῖν», Σοφ.)
6. (προστ.) στέρξον
κάνε μου τη χάρη, θα μέ υποχρεώσεις... («στέρξον, ἱκετεύω», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέργω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sterg- «φροντίζω, προσέχω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ιρλδ. sere «αγάπη» και αρχ. σλαβ. strěga «φροντίζω, προσέχω». Από την απαθή βαθμίδα της ρίζας έχουν σχηματιστεί τα στέργημα, στέργηθρον, στερκτός, ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα ανάγεται η λ. στοργή. Το ρ. στέργω, με αρχική σημ. «περιβάλλω κάτι με αγάπη, αισθάνομαι για κάποιον στοργή» (κατά ένα μέρος συνώνυμο με το αγαπώ) χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση και με τη σημ. «είμαι ευχαριστημένος με κάτι, αρκούμαι σε κάτι, συγκατατίθεμαι, συναινώ». Το ρ. στέργω, τέλος, σπάνια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ερωτική έλξη, σαρκικό πόθο, όπως το ρ. ἐρῶ].

Greek Monotonic

στέργω: μέλ. στέρξω, αόρ. αʹ ἔστερξα, παρακ. ἔστοργα — Παθ., αόρ. αʹ ἐστέρχθην· παρακ. ἔστεργμαι·
I. αγαπώ, λέγεται για αμοιβαία αγάπη μεταξύ γονέων και παιδιών, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για αμοιβαία αγάπη μεταξύ βασιλέως και υπηκόων του, σε Ηρόδ., Σοφ.· μεταξύ μιας χώρας και των αποικιών της, σε Θουκ.· μεταξύ αδελφών (αντρών ή γυναικών), σε Ευρ.· μεταξύ φίλων, σε Σοφ.· μεταξύ συζύγων, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. γενικά, αρέσκομαι σε, δείχνω ευαρέσκεια, μου αρέσει, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, αποδέχομαι ευχαρίστως, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. 1. είμαι ή μένω ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι, συναινώ, συγκατατίθεμαι, σε Σοφ., Δημ.· στέρξον, θα με υποχρεώσεις, κάνε μου τη χάρη, σε Σοφ.
2. με αιτ., είμαι ικανοποιημένος με, συναινώ σε, υποκύπτω σε, ανέχομαι κάτι, σε Ηρόδ.· στέργω τὴν τυραννίδα, την υπομένω, σε Αισχύλ.· στέργω κακά, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., στέργω τοῖσι σοῖς, σε Ευρ.· τῇ ἐμῇ τύχῃ, σε Πλάτ.· με μτχ., πῶς ἂν στέρξαιμι κακὸν τόδε λεύσσων, σε Σοφ.· στέργουσιν ξυμφορᾷ νικώμενοι, σε Ευρ.· σπανίως με απαρ., οὐκ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι, στον ίδ.
IV. ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, ζητώ, δέομαι, αιτούμαι, Ἀπόλλω στέργω μολεῖν, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to show affection, to cherish sympathy, to love tenderly, of family-members, of subordinates towards superiors and the other way round etc., rarely of physical love; to be content, to content oneself (Thgn. IA.).
Other forms: Aor. στέρξαι, fut. στέρξω (IA.), perf. ἔστοργα (Hdt.), pass. ἔστεργμαι (Emp., AP), aor. στερχθῆναι (Lyc., Plu. a.o.)
Compounds: ἀποστέργω cease to love, to abhor (Terp., A., Theoc., LXX a.o.). As 2. member e.g. φιλόστοργος = cherishing sympathy, loving tenderly with φιλοστοργέω, φιλοστοργία (att., hell. a. late).
Derivatives: στέργηθρον n. "means of love", love-herb as plantname (Dsc.; Strömberg 92 a. 147), love (A., E.); στέργημα n. love-charm (S.); στοργή f. affection, love (Emp., Antipho, rarely hell. a. late).
Origin: IE [Indo-European] [1032] *sterg- with care, love wait for
Etymology: Of old connected (Stokes BB 23, 58) with a Celt. word for lovee, OIr. serc, Welsh serch (and Bret. serc'h concubine), IE *sterkā; so change k στέργω g. Thus lastly Pok. 1032 (against the doubt by WP. 2, 642), E. Lewy Festschr. Dornseiff 226 f. One also compares Slav., e.g. OCS strěgǫ, strěšti guard, tend (IE *sterg-); s. Vasmer s. steregú w. further lit.

Middle Liddell

I. to love, of the mutual love of parents and children, Soph., Eur., etc.; of king and people, Hdt., Soph.; of a country and her colonies, Thuc.; of brothers and sisters, Eur.; of friends, Soph.; of husband and wife, Hdt., Soph.
II. generally, to be fond of, show liking for, Theogn., Soph., etc.:—also of things, to accept gladly, Hdt., etc.
III. to be content or satisfied, acquiesce, Soph., Dem.; στέρξον oblige me, do me the favour, Soph.
2. c. acc. to be content with, acquiesce in, submit to, bear with, Hdt.; στ. τὴν τυραννίδα bear with it, Aesch.; στ. κακά Soph.:—also c. dat., στ. τοῖσι σοῖς Eur.; τῆι ἐμῆι τύχηι Plat.:—c. part., πῶς ἂν στέρξαιμι κακὸν τόδε λεύσσων Soph.; στ. ξυμφορᾶι νικώμενοι Eur.:—rarely c. inf., οὐκ ἔστεργέ σοι ὅμοιος εἶναι Eur.
IV. to entreat one to do, Ἀπόλλω στέργω μολεῖν Soph.

Frisk Etymology German

στέργω: {stérgō}
Forms: Aor. στέρξαι, Fut. στέρξω (ion. att.), Perf. ἔστοργα (Hdt.), Pass. ἔστεργμαι (Emp., AP), Aor. στερχθῆναι (Lyk., Plu. u.a.)
Grammar: v.
Meaning: ‘Anhänglichkeit zeigen, Zuneigung hegen. zärtlich lieben’, von Familiengliedern, von Untergebenen gegenüber Vorgesetzten und umgekehrt usw., selten von physischer Liebe; zufrieden sein, sich begnügen (Thgu.. ion. att.);
Composita: ἀποστέργω zu lieben aufhören, verabscheuen (Terp., A., Theok., LXX u.a.).
Derivative: Davon στέργηθρον n. "Liebesmittel", ‘Liebes- kraut’ als Pfl.name (Dsk.; Strömberg 92 u. 147), Liebe (A., E.); -ημα n. Liebeszauber (S.); στοργή f. Zuneigung, Liebe (Emp., Antipho, vereinzelt hell. u. sp.), als Hinterglied z.B. φιλόστοργος Zuneigung hegend, zärtlich liebend mit -έω, -ία (att., hell. u. sp.).
Etymology: Seit alters (Stokes BB 23, 58) zu einem kelt. Wort für Liebe, air. serc, kymr. serch (und bret. serc’h Kebsweib) gezogen, idg. *sterkā; somit Wechsel k ~ g. So zuletzt Pok. 1032 (gegen die Zweifel bei WP. 2, 642), E. Lewy Festschr. Dornseiff 226 f. In Betracht kommt noch slav., z.B. aksl. strěgǫ, strěšti bewachen, hüten (idg. sterg-); s. Vasmer s. steregú m. weiterer Lit.
Page 2,790

Mantoulidis Etymological

(=ἀγαπῶ πολύ, ἱκανοποιοῦμαι, ὑπομένω). Θέμα στεργ+ω → στέργω. Εἶναι συγγενικό μέ τίς λέξεις: στέρνον, στερεός. Τό θέμα στεργ-, μέ ἑτεροίωση στοργ-.
Παράγωγα: στέργηθρον (=θέλγητρο), στέργημα (=μάγια), στερκτέον, στερκτικός (=τρυφερός), στερκτός (=ἀγαπητός), στέρξις (=ἀγάπη), στοργή, ἄστοργος, φιλόστοργος.

Lexicon Thucydideum

diligi, to be valued, be prized, 1.38.3.

Translations

love

Abenaki: kazalmômuk; Adangme: suɔ; Afrikaans: lief; Ainu: カタイロッケ; Albanian: do; Amharic: ማፍቀር, መውደድ; Arabic: أَحَبَّ‎; Egyptian Arabic: حب‎; Aragonese: amar; Archi: кьан; Armenian: սիրել; Aromanian: agãpisescu, alughescu; Assamese: ভাল পোৱা, মৰম কৰা; Asturian: querer; Azerbaijani: sevmək; Bashkir: яратыу; Basque: maite izan, maitatu; Belarusian: любі́ць, кахаць; Bengali: ভালবাসা; Breton: karout; Bulgarian: обичам; Burmese: အချစ်, ချစ်ခင်; Buryat: дурлаха; Catalan: estimar, amar; Cebuano: higugma; Chechen: деза; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛/爱, 愛情/爱情; Dungan: нэ; Hakka: 愛/爱, 愛/爱; Mandarin: 愛/爱, 熱愛/热爱, 愛好/爱好, 愛戴/爱戴; Min Dong: 愛/爱, 愛/爱; Min Nan: 愛情/爱情, 情愛/情爱, 愛/爱; Wu: 愛/爱; Chuvash: сав; Coptic: ⲙⲉ; Corsican: amà; Crimean Tatar: sevmek; Czech: milovat, mít rád; Dalmatian: amur; Danish: elske; Dhivehi: ލޯބި‎; Dolgan: багар; Dutch: houden van, beminnen, liefhebben, graag zien; Esperanto: ami; Estonian: armastama; Faroese: elska; Finnish: rakastaa; French: aimer; Friulian: amâ; Galician: amar; Georgian: სიყვარული; German: lieben, lieb haben, gern haben; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐍉𐌽; Greek: αγαπώ; Ancient Greek: ἀγαπάω, φιλέω, ἐράω, στέργω; Guaraní: hayhu; Gujarati: પ્રેમ કરવો; Haitian Creole: renmen; Hebrew: אָהַב‎; Hindi: प्यार करना, प्रेम करना, इश्क़ करना, मुहब्बत करना; Hungarian: szeret; Icelandic: elska; Ido: amar; Indonesian: cinta; Ingrian: suvata; Ingush: веза; Interlingua: amar; Irish: gráigh; Italian: amare, volere bene; Japanese: 愛する, 恋する, 愛でる, 好む, 愛好する; Jarai: amuăih; Jeju: 궤다; Kalmyk: дурлх; Kapampangan: lugud; Karok: íimnih; Kazakh: сүю; Khmer: ស្រឡាញ់; Korean: 사랑하다, 애정을 품다; Kumyk: сюймек; Kurdish Central Kurdish: خۆشویستن‎; Northern Kurdish: hez kirin, hez kirin; Kyrgyz: сүйүү; Ladin: amà; Lao: ຮັກ; Latin: amo; Latvian: mīlēt; Lezgi: кӏан хьун; Ligurian: amà; Lingala: linga; Lithuanian: mylėti; Lombard: amà; Luo: hero; Luxembourgish: gär hunn; Macedonian: сака, љуби; Malay: cinta; Malayalam: ഇഷ്ടപ്പെടുക; Maltese: ħabb; Manchu: ᠪᡠᠶᡝᠮᠪᡳ, ᠴᡳᡥᠠᠯᠠᠮᠪᡳ, ᡥᡳᠠᡵᠠᠮᠪᡳ; Maori: hiahia, aroha, tāmau; Marathi: प्रेम; Marshallese: yokwe; Middle English: loven; Mirandese: amar; Mizo: hmangaih; Mogholi: täla; Mongolian Cyrillic: дурлах, хайрлах; Mozarabic: امار‎; Nahuatl: tlahzoa, tlajsoa; Navajo: ayóóʼáyóʼní; Neapolitan: amà; Norman: aimer; North Frisian: liibe, leew haa, lefhaa; Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨠ; Norwegian Bokmål: elske; Occitan: aimar; Ojibwe: zaagi', zaagitoon; Old Church Slavonic Cyrillic: любити; Old English: lufian; Old Frisian: minnia; Old Occitan: amar; Oromo: jaalachuu; Ottoman Turkish: سومك‎; Pela: ŋø⁵⁵, tʃɔ̠t⁵⁵ tɛʔ³¹; Persian: دوست داشتن‎, عشق داشتن‎, عاشق بودن‎, مهر ورزیدن‎; Piedmontese: amé; Pipil: -tasujta, -tazuhta; Polabian: ľaibĕt; Polish: kochać, miłować; Portuguese: amar, adorar; Quechua: waylluy, munai, waillui; Romani: kamel; Romanian: iubi, adora; Romansch: avair gugent, charezzar; Russian: любить; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀лети, во̀љети, љубити; Roman: vòleti, vòljeti, ljúbiti; Shan: ႁၵ်ႉ; Sinhalese: ආදරය කරනවා; Slovak: milovať, ľúbiť, mať rád; Slovene: ljubiti, imeti rad; Sorbian Lower Sorbian: lubowaś; Upper Sorbian: lubować; Spanish: amar, querer; Sumerian: 𒆠𒉘; Swahili: kupenda; Swedish: älska; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ ꠙꠣꠃꠣ, ꠝꠣꠄꠣ ꠇꠞꠣ; Tabasaran: ккун хьуб; Tagalog: ibig, mahal; Tajik: дӯст доштан, ишқ варзидан; Tamil: காதலி, அன்பு செலுத்து; Tatar: яратырга, сөяргә; Telugu: ప్రేమించు; Tetum: hadomi; Thai: รัก; Tupinambá: aûsub; Turkish: sevmek; Turkmen: söýmek; Ukrainian: любити, кохати; Urdu: پیار کرنا‎, محبت کرنا‎, عشق کرنا‎; Uzbek: sevmoq; Vietnamese: yêu; Volapük: löfön; Welsh: caru; West Frisian: leaf hawwe, hâlde fan, beminne, leavje; White Hmong: hlub; Wolof: mbëggéel, mbeugeil; Yakut: таптаа; Yiddish: ליב האָבן‎; Yoruba: fẹ́, fẹ́ràn, nífẹ̀ẹ́; Yup'ik: kenkeluni; Zazaki: sineyen; ǃXóõ: ǀnàm, tsāha, tào