ἀπότμημα

English (LSJ)

-ατος, τό, anything cut off, piece, Hp.Art.38, Gp.1.14.12.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): dór. ἀπότμαμα Archim.Con.Sph.p.158, Fluit.2.2
1 trozo, pedazo πλεύμονος προβάτου Hp.Art.38, ἵππου ποταμίου τῆς δορᾶς ἀ. Gp.1.14.12, εἰς ἀποτμήματα del Mar Rojo dividido en dos partes Aq.Ps.135.13.
2 geom. segmento τοῦ κύκλου Euc.12.2, cf. 10, 11, 12, κώνου Archim.l.c., cf. Fluit.2.2, Eratosth.12 (p.116), Zenodorus Mathematicus en Theo Al.in Ptol.p.362.7, Eutoc.in Sph.Cyl.p.28.

German (Pape)

[Seite 331] τό, der Abschnitt, Ausschnitt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότμημα: τό, τὸ τμηθέν, κοπὲν ἀπό τινος, τεμάχιον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀποτμηματίζω, χωρίζω, διαιρῶ εἰς τμήματα, εἰς δύο ἀποτμηματίσας τὴν στρατιὰν Νικήτ. Χρον. 125D.

Greek Monolingual

ἀπότμημα, το (Α) αποτέμνω
κομμάτι, τεμάχιο.