ἀπύργωτος

English (LSJ)

ἀπύργωτον, = ἄπυργος (untowered, unfortified), not girt with towers, Od. 11.264.

Spanish (DGE)

-ον
no fortificado, no amurallado Θήβη Od.11.264, A.R.1.736, Nonn.D.5.50.

German (Pape)

[Seite 341] ohne Mauerthürme, unbefestigt, Od. 11, 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fortifié de tours.
Étymologie: , πυργόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπύργωτος: не имеющий башен, не укрепленный (Θήβη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπύργωτος: -ον, = τῷ προηγ., Ὀδ. Λ. 264.

English (Autenrieth)

(πύργος): unwalled, unfortified, Od. 11.264†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπύργωτος, -ον)
αυτός που δεν προστατεύεται από πύργους.

Greek Monotonic

ἀπύργωτος: -ον (πυργόω), αυτός που δεν έχει περιβληθεί με πύργους, ανοχύρωτος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πυργόω
not girt with towers, Od.