Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-η, -ο
1. ο χωρίς οχυρωματικά έργα
2. πόλη ή περιοχή την οποία η αρμόδια στρατιωτική διοίκηση έχει κηρύξει ως «ανοχύρωτη» ή «ανυπεράσπιστη» σε περίοδο πολέμου για να προστατευθούν ο άμαχος πληθυσμός, τα κτήρια και τα μνημεία της, από επιθέσεις και βομβαρδισμούς.