ἀρίθμιος

English (LSJ)

α, ον, =
A numerical, Iamb.Comm.Math.9; by number, ἀρίθμια σῦκα POxy.529.6 (ii A. D.).
2 Astrol., determining number, κλῆρος Vett.Val.145.23; τόπος Id.278.30.
II reckoned, counted, μέτ' ἀθανάτοισιν ἀ. Rhian.1.16; ἐν καὶ ὄνος κείνοισιν ἀ. prob. in Opp.H.1.151; ἀνέρες ἐν Λιβύεσσιν ἀ. D.P.263; cf. μεταρίθμιος, ἐναρίθμιος.
III Subst. ἀρίθμιον, τό, set, series, BGU544.23 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 numérico, que tiene naturaleza numérica τῆς ψυχῆς καὶ ἰδέας οὔσης ἀριθμίου Iambl.Comm.Math.9
astrol. que determina el número κλῆρος Vett.Val.143.4, τόπος Vett.Val.266.19.
2 contado, incluido φαέσιν ἐν πολέεσιν Call.Fr.110.61, μέτ' ἀθανάτοισιν Rhian.1.16, ἐν ... κείνοισιν Opp.H.1.151, ἐν Λιβύεσσιν D.P.263
sin prep. ἠϊθέοισιν ἀρίθμιον Ἄτταλον εἷλε Μοῖρ' SEG 27.403.1 (Tomis II/III d.C.).
3 subst. ἀρίθμιον pieza, unidad ἀρίθμια σῦκα ρ' cien higos, POxy.529.6 (II d.C.), ἀκονῶν καὶ πώρων ἀρίθμια ἐννέα nueve piezas de piedra de afilar y de piedra toba, BGU 544.23 (II d.C.), de monedas γίνεται ἀρίθμιον νόμισμα α' PFlor.307.3 (VI d.C.), χρυσίου νομισμάτιον ἓν ἀρίθμιον SB 4490.20 (VII d.C.).

German (Pape)

[Seite 351] ον, dasselbe, Opp. H. 1, 151; Rhian. ep. 1, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίθμιος: -α, -ον, = ἐναρίθμιος, ἀνθ’ οὗ κεῖται ὡς διάφ. γρ. ἐν Ριαν. 1. 16, Ὀππ. Ἁλ. 1. 151· ἕν τισιν ἀρίθμιος Διον. Π. 263.

Greek Monolingual

ἀρίθμιος, -α, -ον (Α) αριθμός
1. ο αριθμητικός
2. κατ' αριθμό
3. ο αριθμός που προσδιορίζει κάτι
4. αυτός που υπολογίζεται, που λαμβάνεται υπ' όψιν.